Πώς κατέληξα στα Mac
Χρονικό προσωπικών εμπειριών με διάφορα υπολογιστικά συστήματα. Τι οδήγησε στο τελικό συμπέρασμα:
Η σχέση μου με τους υπολογιστές δεν ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς. Με το καλημέρα σας, στο πρώτο έτος της σχολής, μπαίνει μέσα ο καθηγητής προγραμματισμού και, μετά από μερικά μαθήματα αμφιβόλου ποιότητας και κατανόησης, μας βάζει σαν άσκηση το πρόγραμμα καθοδήγησης του πυραύλου Εξοσέτ! Θα ήθελα πολύ να είχα έναν Εξοσέτ να του τον ρίξω στο κεφάλι, αλλά συμβιβαζόμουν και με πιο απλά πράγματα (ένα ρόπαλο ας πούμε). Τέλος πάντων, το σκέφτηκα πιο ψύχραιμα και αντέγραψα κι εγώ όπως όλοι οι καλοί φοιτητές την άσκηση και κατέληξα στο άκρως φιλοσοφημένο συμπέρασμα ότι ο τύπος ήταν καλός μόνο για να πουλάει σάμαλι (ίσως). Μια σχέση αγάπης-μίσους είχε γεννηθεί (το ‘αγάπης’ παίζεται)…
Χρόνια αργότερα, και αφού είχα ξεπεράσει το αρχικό σοκ, αποφάσισα να αγοράσω τον πρώτο μου υπολογιστή - έναν PC XT 8088 με μονόχρωμη οθόνη Hercules κι ένα 5,25” οδηγό δισκέτας (εκείνες τις τετράγωνες εύκαμπτες που ήταν λίγο πιο μικρές από δισκάκια των 45 στροφών) - και το ταξίδι μου στο “μαγικό” κόσμο των υπολογιστών ξεκίνησε. Ένα ταξίδι που θα έκανε τον Οδυσσέα περήφανο για τους απογόνους του - δηλαδή εμένα.
Στην αρχή - και για κάμποσο διάστημα - σεβόμουν εγώ το μηχάνημα κι εκείνο εμένα και κανείς δεν ενοχλούσε τον άλλο. “Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη”, όπως λένε. Το ειδύλλιο όμως δε θα κρατούσε πολύ. Κάτι μέσα μου με έτρωγε να αρχίσω να τον σκαλίζω. Να τον αναβαθμίσω. Να τον βελτιστοποιήσω. Να του αλλάξω τα φώτα τέλος πάντων. Κάπως έτσι αρχίζουν οι περιπέτειες…
Περάσαμε λοιπόν, στους 286, 386, 486, xxx86 μαθηματικοί συνεπεξεργαστές προστίθονταν, δίσκοι μπαινόβγαιναν, τα CD εμφανίστηκαν (επίσημη ονομασία: πτυκτός δίσκος, καλά δεν παίζονται οι άνθρωποι που φτιάχνουν τα λεξικά ορολογίας), τα DVD ακολούθησαν, κάμερες, μεγάλες κάρτες γραφικών, εκτυπωτές εξειδικευμένα περιφερειακά… Αυτά με το χάρντγουερ (εκδίκηση για όσους γράφουν ‘γκρικλις’).
Με το “σόφτγουερ” όμως, τι έγινε; Αυτό ήταν μια άλλη πιο πονεμένη ιστορία. Την εποχή του DOS τα πράγματα ήταν απλά, ωραία και ειδυλλιακά. Δε μπορούσες να κάνεις πολλά, αλλά τουλάχιστον αυτά που μπορούσες να κάνεις δούλευαν. Μετά όμως ήλθαν τα Windows. Εκεί μπορούσες να κάνεις όλο και πιο πολλά όμως τα μισά από αυτά δεν δουλεύανε. Ή τουλάχιστον όχι όπως έπρεπε να δουλεύουν. Εκεί ήταν που η σχέση αγάπης-μίσους, έγινε σχέση μίσους-μίσους.Ιστ
Οι αλλεπάλληλες αναβαθμίσεις με υλικό που, σε μερικές περιπτώσεις, δεν ήξερες από βαστάει η σκούφια του, κάρτες με οδηγούς που δούλευαν όποτε δεν απεργούσε η ΓΣΕΕ, εξαρτήματα που δεν τα ήξερε ούτε η μάνα τους και οδηγοί που σε μία έκδοση των Windows δούλευαν, αλλά στην επόμενη δεν δούλευαν και προσπαθούσες εσύ να τους κάνεις να δουλέψουν (με δεήσεις και επικλήσεις στο θεό των υπολογιστών), δημιουργούσαν ένα μαγικό-εκρηκτικό περιβάλλον. Πόσες φορές θέλησα να το εκσφενδονίσω το μαραφέτι από το παράθυρο, αλλά λυπόμουν τους περαστικούς…
Ω τι κόσμος μαμά (Microsoft). “Πίκροσοφτ” έπρεπε να σε λένε.
Το μόνο καλό σ’ αυτή την ιστορία ήταν ότι μάθαμε (εμείς, για τη Microsoft δεν εγγυώμαι). Πέρα από τα αστεία, που όμως περιγράφουν αληθινές καταστάσεις, η συνεχής προσπάθεια να παντρέψεις, υλικό που προέρχεται από όλα τα μέρη της υφηλίου με λογισμικό που προσπαθεί να τα υποστηρίξει όλα, δημιούργησαν ένα τέρας που, ακόμη και σήμερα δυσκολεύεται (και μάλλον αδυνατεί) να λειτουργήσει σωστά. Δεν μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα τέλεια. Ή θα κάνεις πολλά πράγματα μέτρια, ή ένα τέλειο. Αυτό είναι νόμος. Αυτό είναι κάτι που η Apple το είχε συνειδητοποιήσει από νωρίς.
Ναι, είναι αλήθεια ότι με αυτό τον τρόπο δόθηκε “φτηνό κομπιούτερ στο λαό”, όμως από την άλλη, “το φτηνό κρέας το τρώνε οι σκύλοι”. Κι όπως έλεγε κι ο παππούς ενός φίλου μου, “Εγώ είμαι φτωχός άνθρωπος, ψωνίζω ακριβά”. Και εξηγούμαι…
Όταν με ρωτούν σήμερα πολύ γνωστοί και φίλοι “τι κομπιούτερ ν’ αγοράσω”, μέσα από την προσωπική μου εμπειρία τους λέω “πάρε ένα Mac”. “Ναι άλλα είναι ακριβό” θα απαντήσουν. “Όμως θα το πληρώσεις μια φορά” θα απαντήσω κι εγώ. Βλέπετε, αυτό που ο κόσμος βλέπει, είναι η αρχική τιμή αγοράς, όμως δεν υπολογίζει τη συνέχεια.
Όπως έχουμε πει και σε άλλο άρθρο μας (Γιατί Macmini;), το αρχικό κόστος κτήσης ενός Mac περιλαμβάνει πέρα, από ένα άκρως ποιοτικό (σε υλικό και σε εμφάνιση) μηχάνημα (που για να το φτιάξει κανείς μόνος του θα πλήρωνε τα ίδια και περισσότερα), ένα λειτουργικό που είναι ομολογουμένως το καλύτερο σταθερότερο, και ασφαλέστερο που υπάρχει, ένα πλήρες σετ προγραμμάτων που θα καλύψουν όλες τις απαιτήσεις του απλού, μέσου και εν μέρη και του προχωρημένου χρήστη. Χωρίς επιπλέον χρήματα.
Από την άλλη, ένας υπολογιστής με Windows έχει μόνο το λειτουργικό, κι αν τον φτιάξεις μόνος σου, όπως κάνουν πολλοί για να συνδυάσουν το υλικό που θέλουν, δεν έχει ούτε αυτά. Ξέρω, οι περισσότεροι τα βρίσκουν “σπασμένα”, αλλά μετά μπλέκουν σε ένα αέναο παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, όπου η Microsoft κλειδώνει τα σπασμένα κι εσύ πρέπει να βρεις άλλα, και πάει λέγοντας. Χωρίς να υπολογίσουμε πόσα από τα προβλήματα υπάρχουν επειδή ακριβώς χρησιμοποιείται σπασμένο λογισμικό!
“Been there, done that” για όσους καταλαβαίνουν (ή αλλιώς, “πιστέψτε με ξέρω”). Και καλά αν είσαι κάποιος που διασκεδάζει με την επίλυση προβλημάτων και δεν τον ενδιαφέρει αν ο υπολογιστής δουλεύει, αλλά γιατί δεν δουλεύει. Αν όμως θέλεις να κάνεις δουλειά κι εκεί που πας να δώσεις κάποιο αρχείο σημαντικό κι επείγον, εκείνος “κρεμάει” κι εσύ τα χάνεις όλα; Τότε παύει να έχει πλάκα το σπορ.
Και ακριβώς έτσι συνέβη και σε μένα.
Μετά από χιλιάδες κρεμάσματα, απώλειες αρχείων (έκανα backup με θρησκευτική ευλάβεια δυο φορές τη βδομάδα όπως νηστεύουμε), άφθονο χρήμα σε αναβαθμίσεις που δούλευαν όποτε δεν ήταν αργία (για τους υπολογιστές), άρχισα να καλοβλέπω τη μεταπήδηση στο θαυμαστό καινούριο κόσμο των Mac. Καινούριο γιατί η Apple είχε πια μεταφέρει την πλατφόρμα της στους επεξεργαστές της Intel κι έτσι τα μηχανήματά της είχαν πλήρη συμβατότητα και με τα Windows, δίνοντας έτσι στον καθένα την ευκαιρία να χρησιμοποιεί και τα δύο λειτουργικά ανάλογα με τις ανάγκες του. “Ρουά-ματ”.
Κι έτσι, προχώρησα. Και για πρώτη φορά τα λεφτά μου έπιασαν τόπο. Γιατί είχα αποκτήσει ένα μηχάνημα που δούλευε απρόσκοπτα, δε με πρόδιδε όταν το χρειαζόμουν, δεν άρχιζε να μοιάζει φορτωμένο και να “πηγαίνει σαν μουλάρι” μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ώστε να θέλει “φορμάτ”. Φανταστείτε ότι στα Windows έκανα “φορμάτ” κάθε εξάμηνο για να επανέλθουν γιατί, επειδή χρησιμοποιούσα βαριές και με απαιτήσεις εφαρμογές, μετά από λίγο καιρό “σούρνονταν”. Στο Mac, ακόμη κι αν παρουσιαστεί κάποια δυσλειτουργία, επανεγκαθιστάς το λειτουργικό και όλα επανέρχονται και οι εφαρμογές σου είναι στη θέση τους χωρίς να χρειάζεται να τις εγκαταστήσεις από την αρχή.
Έχω ακόμη το ίδιο μηχάνημα, εδώ και 5 χρόνια (ρεκόρ για μένα που έκανα αναβάθμιση κάθε χρόνο τουλάχιστον). Συνεχίζει να δουλεύει απρόσκοπτα μετά από όλες τις αναβαθμίσεις που έχει κάνει η Apple και, απ’ ότι φαίνεται, έχει ακόμη δρόμο μπροστά του. Κάτι τέτοιο ποτέ δε θα μου είχε συμβεί με τα Windows όπου θα είχα δώσει πολλαπλάσια χρήματα, αλλά επειδή θα τα είχα δώσει σιγά-σιγά δε θα μου φαίνονταν και θα νόμιζα ότι δίνω πιο λίγα.
Εξακολουθείτε να πιστεύετε ότι είναι ακριβότερο ένα Mac;
από Elichord